- στιβαδεύω
- στῐβαδ-εύω,A use as litter for animals, Dsc.3.24 ([voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιβαδεύω — Α [στιβάς, άδος] χρησιμεύω ως στρωμνή για τα ζώα … Dictionary of Greek
στιβαδευόμενον — στιβαδεύω use as litter pres part mp masc acc sg στιβαδεύω use as litter pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστιβαδεύομαι — (Μ) (αποθ.) βρίσκομαι πάνω σε κουβέρτες, κατάκειμαι πάνω σε στρώμα από άχυρα, σε κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στιβαδεύω / ομαι «χρησιμεύω ως στρώμα» (< στιβάς, άδος)] … Dictionary of Greek
καταστιβαδεύονται — κατά στιβαδεύω use as litter pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)